σημασιολογικός

σημασιολογικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημασιολογία («σημασιολογικές σχέσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημασιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • φριμάσσομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α (λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζω αρχ. σκιρτώ από λαγνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”